- ετοιμόδακρυς
- ἑτοιμόδακρυς (ετοιμοδάκρυος), -υ (Μ)ο επιρρεπής στα δάκρυα, αυτός που δακρύζει εύκολα («συμπαθεῑς οἱ ἥρωες... καὶ ἑτοιμοδάκρυες», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + δάκρυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek